βιβλιοκριτική των βιβλίων της Γιώτας Τσαρμποπούλου

10353633_614920165284292_8105543581281054046_nΑν και η εκδοτική πλέον πρακτική δεν ευνοεί τους συγγραφείς, ωστόσο όταν έχεις κάτι σημαντικό να πεις, θα βρεις τον τρόπο να το προωθήσεις προς τους πνευματικά ανήσυχους. Βέβαια, η αποδοχή δεν είναι δεδομένη κι αυτό πρέπει να απασχολεί τον συγγραφέα προκαταβολικά, έτσι ώστε να επιλέξει τουλάχιστον τα καλύτερα επικοινωνιακά μονοπάτια μέσα από όμορφο λόγο της λογικής, αλλά και της καρδιάς. Διότι το συναίσθημα δεν λογίζεται πλέον ως αρρώστια της ψυχής, είναι πανάκεια και ερέθισμα για να μεγαλώσει η καρδιά και του αναγνώστη. Την τέχνη της βιβλιοκριτικής, πάλι, την κατέχουν κατά τεκμήριο άνθρωποι πολυδιαβασμένοι και συνεκδοχικά αυστηροί στις κρίσεις τους, αφού τους έχουν ήδη απασχολήσει λογοτεχνικά μεγαθήρια. Εμείς οι κατιόντες και ανώνυμοι ευκαιριακοί αναγνώστες, αν τύχει και συγκινηθούμε δεόντως, παίρνουμε μονομερώς το θάρρος και συνομιλούμε νοερά με τον ευαίσθητο συγγραφέα. Καμιά φορά, πάλι, τον ψάχνουμε για να τα πούμε θερμά διά ζώσης. Ίσως αυτός ο αυθόρμητος άλικος λόγος να είναι κι ο πιο σημαντικός.
Έτυχε να διαβάσω στο λαοπλάνο φατσοτεφτέρι ένα μικρό απόσπασμα από πρόσφατο βιβλίο της Γιώτας Τσαρμποπούλου, την οποία δεν σταυροδρόμιασα (έκφραση της μάνας μου!) πουθενά ως τώρα, παρά την κοινή μας ασχολία με τα της Παιδείας. Με τσίγκλησε όχι μόνον η όμορφη επικοινωνιακή γλώσσα, αλλά και η σημειολογία της γραφής. Αποδέχθηκα την γενική πρόσκληση και από την Έδεσσα ορμώμενος παρευρέθηκα στην παρουσίαση δύο βιβλίων της. Τελικά έφυγα με τρία βιβλία ανά χείρας και τις καλύτερες προκαταβολικές εντυπώσεις. Αλλά αυτό δεν λέει και πολλά πράγματα.
Άρχισα αμέσως το διάβασμα ξεκινώντας, βέβαια, από επαγγελματική διαστροφή (…) το αυτοβιογραφικό πόνημα «Η λυκειάρχης», όπου, κατά το κοινώς λεγόμενο, συνάντησα εν πολλοίς τον εαυτό μου (15 χρόνια λυκειάρχης + 4 γυμνασιάρχης). Αναθερμάνθηκαν μερικώς οι διοικητικές τοξίνες, αλλά γρήγορα τις εκμηδένισε η αιώνια εσωτερική ηχώ από τις φωνές των παιδιών, επιμένοντας για μια ακόμη φορά, ότι και στην άλλη ζωή πάλι δάσκαλος θα γίνω. Ακολούθησε το έτερο σχετικά λιγοσέλιδο «Ένας Έλληνας από τη Σκιάθο», με διάχυτη τη νοσταλγία για την πατρίδα συμπιέζοντας μέσα σ’ αυτή την υπέροχη λέξη του Αισχύλου παιδικά πέτρινα χρόνια, τόπους αρχικών αναμνήσεων, φίλους, αγώνες για τη ζωή, μετανάστευση και βέβαια τη μόρφωση. Ωστόσο για τον Οδυσσέα η Ιθάκη παρέμεινε ζωηρή «καπνόν αναθρώσκοντα». Άντε, ας πούμε, να καταλάβουν οι Γάλλοι από Ιθάκη!
Εν τω μεταξύ έχοντας συνηθίσει στην τσαρμποπούλεια γραφή και υπολογίζοντας από ένστικτο ακόμη την ανάσα και τα κενά του προφορικού λόγου, έπιασα στα χέρια μου με μια γλυκιά αγωνία το τρίτο βιβλίο «Δανάη η Ελληνοπόντια», ενώ κατά παρέκκλιση άφησα στο παράπονο άλλα βιβλία. Και αποζημιώθηκα δεόντως! Ιστορία προφανώς αληθινή και μέσα από τα απίστευτα απανωτά χτυπήματα για την «απάτριδα» και κατατρεγμένη ηρωίδα, ήρθε η λύτρωση ιχνηλατώντας ένα απίστευτο δρομολόγιο ζωής, όπου περισσεύει η γενναιότητα και το πείσμα ενός νέου ανθρώπου. Τέτοια απρόσμενη πλοκή συναντάς στα καλύτερα κινηματογραφικά σενάρια. Πρόκειται για μια σπονδή στη ζωή μελετώντας τα περιθώρια ελιγμών που αφήνει, αρκεί να έχεις διαθέσιμα και τα πιο λανθάνοντα ψυχικά φορτία. Κι ανάμεσα σ’ αυτά τα φορτία ξεπροβάλει, όχι για το συγγραφικό σασπένς, ο αγνός κι άδολος έρωτας, ζωοδότης και σαλπιγκτής, άσβεστο καμίνι και δονητής όλων των κυττάρων, ιδανικός γλύπτης και ρετουσέρ ακόμη και της πιο ζορισμένης μορφής. Όλη αυτή η συγκλονιστική περιπέτεια στοιχειοθετήθηκε λογοτεχνικά και μάλλον «αγράμματα» (αυθεντικό προνόμιο) με πλήρη ενσυναίσθηση από τη συγγραφέα, χωρίς να ηθικολογεί ασυστόλως και βέβαια με τη γλώσσα της καρδιάς ως δροσερό νάμα και βάλσαμο για τις πληγές που αφορμίζουν καθημερινά στη ζωή. Ωθείσαι συχνά στο κλάμα και το φχαριστιέσαι, διότι αυτό προϋποθέτει ψυχική υγεία, αλτρουισμό και κοινωνική δικαιοσύνη.
Θα ήμουν ανάλγητος, αν παρέλειπα να ισχυριστώ ότι συναντώντας συγγραφικά την Γιώτα Τσαρμποπούλου δεν έγινα καλύτερος.
Χρ. Σαμαντάς

Σχολιάστε